υποκουρίζομαι

υποκουρίζομαι
και σπάν. ενεργ. τ. ὑποκουρίζω Α
ιων. τ.
1. υμνώ, εγκωμιάζω χρησιμοποιώντας εύφωνες και κολακευτικές λέξεις («παρθένοι φιλέοισιν ἑταῑραι έσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῑς», Πίνδ.)
2. κολακεύω, καλοπιάνω
3. (το ενεργ.) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑποκουρίζω
κολακεύω».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κουρίζω (< κόρη / κούρη, κόρος / κούρος), για τη σημ. πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. κουριζόμενος
ὑμεναιούμενος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑποκουρίζεσθαι — ὑποκουρίζομαι coax pres inf mp ὑποκουρίζομαι coax pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκουρίζω — ὑποκουρίζομαι coax pres subj act 1st sg ὑποκουρίζομαι coax pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκουρίζεσθ' — ὑ̱ποκουρίζεσθε , ὑποκουρίζομαι coax imperf ind mp 2nd pl ὑποκουρίζεσθε , ὑποκουρίζομαι coax pres imperat mp 2nd pl ὑποκουρίζεσθε , ὑποκουρίζομαι coax pres ind mp 2nd pl ὑποκουρίζεσθε , ὑποκουρίζομαι coax pres imperat mp 2nd pl ὑποκουρίζεσθε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”